- μηρυκαστικός
- -ή, -ό [μηρυκάζω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρυκασμό2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μηρυκαστικά (ζωολ.-ζωοτ.) υποτάξη οπληφόρων θηλαστικών που ανήκει στην οικογένεια αρτιοδάκτυλα και χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα μηρυκασμού.
Dictionary of Greek. 2013.