μηρυκαστικός

μηρυκαστικός
-ή, -ό [μηρυκάζω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρυκασμό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μηρυκαστικά (ζωολ.-ζωοτ.) υποτάξη οπληφόρων θηλαστικών που ανήκει στην οικογένεια αρτιοδάκτυλα και χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα μηρυκασμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναμηρυκαστικός — ή, ό αυτός που αναμηρυκάζει, ο μηρυκαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμηρυκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”